Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναβαπτίζω
ἀνάβασις
ἀναβαστάζω
ἀναβάτης
ἀναβατικός
ἀναβατός
ἀναβέβρυχα
ἀναβιβάζω
ἀναβιβαστέος
ἀναβιόω
ἀναβίωσις
ἀναβιώσκομαι
ἀναβλαστάνω
ἀναβλέπω
ἀνάβλεψις
ἀνάβλησις
ἀναβλύζω
ἀναβλώσκω
ἀναβόαμα
ἀναβοάω
ἀναβολεύς
View word page
ἀναβίωσις
ἀναβίωσις from ἀναβιόω a reviving, Plut.

ShortDef

a reviving

Debugging

Headword:
ἀναβίωσις
Headword (normalized):
ἀναβίωσις
Headword (normalized/stripped):
αναβιωσις
IDX:
2111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2112
Key:
a)nabi/wsis

Data

{'content': 'ἀναβίωσις\n from ἀναβιόω\n a reviving, Plut.', 'key': 'a)nabi/wsis'}