μήλειος
μήλειος
μήλειος, ον
μῆλοn1
of a sheep, κρέα Hdt.; μ. φόνος slaughter of sheep, Eur.
{ "content": "μήλειος\n μήλειος, ον\n μῆλοn1\n of a sheep, κρέα Hdt.; μ. φόνος slaughter of sheep, Eur.", "key": "mh/leios" }