Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μηκασμός
μηκάς
μηκεδανός
μηκέτι
μήκιστος
μῆκος
μήκοτε
μηκύνω
μήκων
μηλέα
μήλειος
μήλη
Μηλιάδες
Μηλιεύς
Μήλιος
Μηλίς
μηλίς
μηλοβοτήρ
μηλοβότης
μηλόβοτος
μηλοδόκος
View word page
μήλειος
μήλειος μήλειος, ον μῆλοn1 of a sheep, κρέα Hdt.; μ. φόνος slaughter of sheep, Eur.

ShortDef

of a sheep

Debugging

Headword:
μήλειος
Headword (normalized):
μήλειος
Headword (normalized/stripped):
μηλειος
IDX:
21098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21119
Key:
mh/leios

Data

{'content': 'μήλειος\n μήλειος, ον\n μῆλοn1\n of a sheep, κρέα Hdt.; μ. φόνος slaughter of sheep, Eur.', 'key': 'mh/leios'}