Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μήδομαι
μηδοπότερος
μῆδος
μῆδος2
Μῆδος
μηδοσύνη
Μηδοφόνος
μηκάομαι
μηκασμός
μηκάς
μηκεδανός
μηκέτι
μήκιστος
μῆκος
μήκοτε
μηκύνω
μήκων
μηλέα
μήλειος
μήλη
Μηλιάδες
View word page
μηκεδανός
μηκεδανός μηκεδᾰνός, ή, όν μῆκος long, Anth.
ShortDef
long
Debugging
Headword:
μηκεδανός
Headword (normalized):
μηκεδανός
Headword (normalized/stripped):
μηκεδανος
IDX:
21090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21111
Key:
mhkedano/s
Data
{'content': 'μηκεδανός\n μηκεδᾰνός, ή, όν\n μῆκος\n long, Anth.', 'key': 'mhkedano/s'}