Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μηδοκτόνος
μήδομαι
μηδοπότερος
μῆδος
μῆδος2
Μῆδος
μηδοσύνη
Μηδοφόνος
μηκάομαι
μηκασμός
μηκάς
μηκεδανός
μηκέτι
μήκιστος
μῆκος
μήκοτε
μηκύνω
μήκων
μηλέα
μήλειος
μήλη
View word page
μηκάς
μηκάς μηκάς, άδος, the bleating one, of she-goats, Hom.: —later, μ. ἄρνες, βληχάδες, Eur. from μηκάομαι

ShortDef

the bleating one

Debugging

Headword:
μηκάς
Headword (normalized):
μηκάς
Headword (normalized/stripped):
μηκας
IDX:
21089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21110
Key:
mhka/s

Data

{'content': 'μηκάς\n μηκάς, άδος,\n the bleating one, of she-goats, Hom.: —later, μ. ἄρνες, βληχάδες, Eur.\n from μηκάομαι', 'key': 'mhka/s'}