Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μηδίς
Μηδοκτόνος
μήδομαι
μηδοπότερος
μῆδος
μῆδος2
Μῆδος
μηδοσύνη
Μηδοφόνος
μηκάομαι
μηκασμός
μηκάς
μηκεδανός
μηκέτι
μήκιστος
μῆκος
μήκοτε
μηκύνω
μήκων
μηλέα
μήλειος
View word page
μηκασμός
μηκασμός μηκασμός, οῦ, ὁ, from μηκάομαι a bleating, Lat. balatus, Plut.

ShortDef

a bleating

Debugging

Headword:
μηκασμός
Headword (normalized):
μηκασμός
Headword (normalized/stripped):
μηκασμος
IDX:
21088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21109
Key:
mhkasmo/s

Data

{'content': 'μηκασμός\n μηκασμός, οῦ, ὁ,\n from μηκάομαι\n a bleating, Lat. balatus, Plut.', 'key': 'mhkasmo/s'}