Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μηδίζω
Μηδικός
Μηδισμός
Μηδίς
Μηδοκτόνος
μήδομαι
μηδοπότερος
μῆδος
μῆδος2
Μῆδος
μηδοσύνη
Μηδοφόνος
μηκάομαι
μηκασμός
μηκάς
μηκεδανός
μηκέτι
μήκιστος
μῆκος
μήκοτε
μηκύνω
View word page
μηδοσύνη
μηδοσύνη μηδοσύνη, ἡ, μῆδος counsel, prudence, Anth.
ShortDef
counsel, prudence
Debugging
Headword:
μηδοσύνη
Headword (normalized):
μηδοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μηδοσυνη
IDX:
21085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21106
Key:
mhdosu/nh
Data
{'content': 'μηδοσύνη\n μηδοσύνη, ἡ,\n μῆδος\n counsel, prudence, Anth.', 'key': 'mhdosu/nh'}