Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μηδετέρωσε
μηδίζω
Μηδικός
Μηδισμός
Μηδίς
Μηδοκτόνος
μήδομαι
μηδοπότερος
μῆδος
μῆδος2
Μῆδος
μηδοσύνη
Μηδοφόνος
μηκάομαι
μηκασμός
μηκάς
μηκεδανός
μηκέτι
μήκιστος
μῆκος
μήκοτε
View word page
Μῆδος
Μῆδος Μῆδος, ὁ, a Mede, Median, Hdt., etc.

ShortDef

a Mede, Median
counsels, plans, arts, schemes
the genitals

Debugging

Headword:
Μῆδος
Headword (normalized):
μῆδος
Headword (normalized/stripped):
μηδος
IDX:
21084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21105
Key:
*mh=dos

Data

{'content': 'Μῆδος\n Μῆδος, ὁ,\n a Mede, Median, Hdt., etc.', 'key': '*mh=dos'}