Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μηδέτερος
μηδετέρωσε
μηδίζω
Μηδικός
Μηδισμός
Μηδίς
Μηδοκτόνος
μήδομαι
μηδοπότερος
μῆδος
μῆδος2
Μῆδος
μηδοσύνη
Μηδοφόνος
μηκάομαι
μηκασμός
μηκάς
μηκεδανός
μηκέτι
μήκιστος
μῆκος
View word page
μῆδος2
μῆδος2 only in pl. μήδεα, the genitals, Od.

ShortDef

a Mede, Median
counsels, plans, arts, schemes
the genitals

Debugging

Headword:
μῆδος2
Headword (normalized):
μῆδος
Headword (normalized/stripped):
μηδος2
IDX:
21083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21104
Key:
mh=dos2

Data

{'content': 'μῆδος2\n only in pl. μήδεα,\n the genitals, Od.', 'key': 'mh=dos2'}