Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Μηδεσικάστη
μηδέτερος
μηδετέρωσε
μηδίζω
Μηδικός
Μηδισμός
Μηδίς
Μηδοκτόνος
μήδομαι
μηδοπότερος
μῆδος
μῆδος2
Μῆδος
μηδοσύνη
Μηδοφόνος
μηκάομαι
μηκασμός
μηκάς
μηκεδανός
μηκέτι
μήκιστος
View word page
μῆδος
μῆδος only in pl. μήδεα, counsels, plans, arts, schemes, Hom.; μάχης μ. plans of fight, Il.
ShortDef
a Mede, Median
counsels, plans, arts, schemes
the genitals
Debugging
Headword:
μῆδος
Headword (normalized):
μῆδος
Headword (normalized/stripped):
μηδος
IDX:
21082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21103
Key:
mh=dos1
Data
{'content': 'μῆδος\n only in pl. μήδεα,\n counsels, plans, arts, schemes, Hom.; μάχης μ. plans of fight, Il.', 'key': 'mh=dos1'}