Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναβακχεύω
ἀναβάλλω
ἀναβαπτίζω
ἀνάβασις
ἀναβαστάζω
ἀναβάτης
ἀναβατικός
ἀναβατός
ἀναβέβρυχα
ἀναβιβάζω
ἀναβιβαστέος
ἀναβιόω
ἀναβίωσις
ἀναβιώσκομαι
ἀναβλαστάνω
ἀναβλέπω
ἀνάβλεψις
ἀνάβλησις
ἀναβλύζω
ἀναβλώσκω
ἀναβόαμα
View word page
ἀναβιβαστέος
ἀναβιβαστέος from ἀναβιβάζω one must cause to mount, Plat.

ShortDef

one must cause to mount

Debugging

Headword:
ἀναβιβαστέος
Headword (normalized):
ἀναβιβαστέος
Headword (normalized/stripped):
αναβιβαστεος
IDX:
2109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2110
Key:
a)nabibaste/os

Data

{'content': 'ἀναβιβαστέος\n from ἀναβιβάζω\n one must cause to mount, Plat.', 'key': 'a)nabibaste/os'}