Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγλαόγυιος
ἀγλαόδενδρος
ἀγλαόδωρος
ἀγλαόθυμος
ἀγλαόκαρπος
ἀγλαόμορφος
ἀγλαός
ἀγλαοτρίαινα
ἀγλαώψ
ἄγλις
ἄγλωσσος
ἆγμα
ἀγμός
ἄγναμπτος
ἄγναφος
ἁγνεία
ἅγνευμα
ἁγνεύω
ἁγνίζω
ἅγνισμα
ἁγνιστέος
View word page
ἄγλωσσος
ἄγλωσσος γλῶσσα without tongue, of the crocodile, Arist. tongueless, ineloquent, Lat. elinguis, Pind., Ar.: then = βάρβαρος, Soph.

ShortDef

without tongue

Debugging

Headword:
ἄγλωσσος
Headword (normalized):
ἄγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
αγλωσσος
IDX:
211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n211
Key:
a)/glwssos

Data

{'content': 'ἄγλωσσος\n γλῶσσα\n without tongue, of the crocodile, Arist.\n tongueless, ineloquent, Lat. elinguis, Pind., Ar.: then = βάρβαρος, Soph.', 'key': 'a)/glwssos'}