Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετωπηδόν
μετωπίδιος
μετώπιον
μέτωπον
μέχρι
μὴ ἀλλά
μὴ γάρ
μηδαμῇ
μηδαμόθεν
μηδαμόθι
μηδαμοῖ
μηδαμόσε
μηδαμός
μηδαμοῦ
μηδαμῶς
μηδείς
μηδέ
μηδέποτε
View word page
μηδαμῇ
μηδαμῇ adverb of μηδαμός, v. οὐδαμῆ in no wise, not at all, Hdt., Aesch., etc.

ShortDef

not at all

Debugging

Headword:
μηδαμῇ
Headword (normalized):
μηδαμῇ
Headword (normalized/stripped):
μηδαμη
IDX:
21059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21080
Key:
mhdamh=

Data

{'content': 'μηδαμῇ\n adverb of μηδαμός,\n v. οὐδαμῆ\n in no wise, not at all, Hdt., Aesch., etc.', 'key': 'mhdamh='}