Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετρικός
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετωπηδόν
μετωπίδιος
μετώπιον
μέτωπον
μέχρι
μὴ ἀλλά
μὴ γάρ
μηδαμῇ
μηδαμόθεν
μηδαμόθι
μηδαμοῖ
μηδαμόσε
μηδαμός
μηδαμοῦ
View word page
μέτωπον
μέτωπον μέτ-ωπον, ου, τό, μετά, ὤψ the space between the eyes, the brow, forehead, Hom., etc. the front or face of a wall or building, Hdt.: the front of an army or fleet, Aesch., Xen.; ἐπὶ μετώπου or ἐν μετώπῳ in line, opp. to ἐπὶ κέρως or κέρας (in column), Xen.

ShortDef

the space between the eyes, the brow, forehead

Debugging

Headword:
μέτωπον
Headword (normalized):
μέτωπον
Headword (normalized/stripped):
μετωπον
IDX:
21055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21076
Key:
me/twpon

Data

{'content': 'μέτωπον\n μέτ-ωπον, ου, τό,\n μετά, ὤψ\n the space between the eyes, the brow, forehead, Hom., etc.\n the front or face of a wall or building, Hdt.: the front of an army or fleet, Aesch., Xen.; ἐπὶ μετώπου or ἐν μετώπῳ in line, opp. to ἐπὶ κέρως or κέρας (in column), Xen.', 'key': 'me/twpon'}