Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετριάζω
μετρικός
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετωπηδόν
μετωπίδιος
μετώπιον
μέτωπον
μέχρι
μὴ ἀλλά
μὴ γάρ
μηδαμῇ
μηδαμόθεν
μηδαμόθι
μηδαμοῖ
μηδαμόσε
μηδαμός
View word page
μετώπιον
μετώπιον μετ-ώπιον, ου, τό, = μέτωπον, the forehead, Il.
ShortDef
the forehead
Debugging
Headword:
μετώπιον
Headword (normalized):
μετώπιον
Headword (normalized/stripped):
μετωπιον
IDX:
21054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21075
Key:
metw/pion
Data
{'content': 'μετώπιον\n μετ-ώπιον, ου, τό,\n = μέτωπον,\n the forehead, Il.', 'key': 'metw/pion'}