Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετωπηδόν
μετωπίδιος
μετώπιον
μέτωπον
μέχρι
μὴ ἀλλά
μὴ γάρ
μηδαμῇ
μηδαμόθεν
μηδαμόθι
μηδαμοῖ
View word page
μετωπηδόν
μετωπηδόν μέτωπον adv. with front-foremost; of ships, forming a close front, in line, Hdt.; opp. to ἐπὶ κέρως (in column), Thuc.
ShortDef
with front-foremost
Debugging
Headword:
μετωπηδόν
Headword (normalized):
μετωπηδόν
Headword (normalized/stripped):
μετωπηδον
IDX:
21052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21073
Key:
metwphdo/n
Data
{'content': 'μετωπηδόν\n μέτωπον\n adv. with front-foremost; of ships, forming a close front, in line, Hdt.; opp. to ἐπὶ κέρως (in column), Thuc.', 'key': 'metwphdo/n'}