Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄν
ἀναβάδην
ἀναβαίνω
ἀναβακχεύω
ἀναβάλλω
ἀναβαπτίζω
ἀνάβασις
ἀναβαστάζω
ἀναβάτης
ἀναβατικός
ἀναβατός
ἀναβέβρυχα
ἀναβιβάζω
ἀναβιβαστέος
ἀναβιόω
ἀναβίωσις
ἀναβιώσκομαι
ἀναβλαστάνω
ἀναβλέπω
ἀνάβλεψις
ἀνάβλησις
View word page
ἀναβατός
ἀναβατός ἀναβαίνω to be mounted or scaled, easy to be scaled, Hom.

ShortDef

to be mounted

Debugging

Headword:
ἀναβατός
Headword (normalized):
ἀναβατός
Headword (normalized/stripped):
αναβατος
IDX:
2106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2107
Key:
a)nabato/s

Data

{'content': 'ἀναβατός\n ἀναβαίνω\n to be mounted or scaled, easy to be scaled, Hom.', 'key': 'a)nabato/s'}