Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μέτρημα
μέτρησις
μετρητέος
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετωπηδόν
μετωπίδιος
μετώπιον
μέτωπον
μέχρι
μὴ ἀλλά
μὴ γάρ
View word page
μετριοπότης
μετριοπότης μετριο-πότης, ου, ὁ, a moderate drinker, Xen.

ShortDef

a moderate drinker

Debugging

Headword:
μετριοπότης
Headword (normalized):
μετριοπότης
Headword (normalized/stripped):
μετριοποτης
IDX:
21048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21069
Key:
metriopo/ths

Data

{'content': 'μετριοπότης\n μετριο-πότης, ου, ὁ,\n a moderate drinker, Xen.', 'key': 'metriopo/ths'}