Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητέος
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετωπηδόν
μετωπίδιος
μετώπιον
μέτωπον
μέχρι
μὴ ἀλλά
View word page
μετριοπαθής
μετριοπαθής μετριο-πᾰθής, ές πάθος moderating oneʼs passions, a Peripatetic word.

ShortDef

moderating one's passions

Debugging

Headword:
μετριοπαθής
Headword (normalized):
μετριοπαθής
Headword (normalized/stripped):
μετριοπαθης
IDX:
21047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21068
Key:
metriopaqh/s

Data

{'content': 'μετριοπαθής\n μετριο-πᾰθής, ές\n πάθος\n moderating oneʼs passions, a Peripatetic word.', 'key': 'metriopaqh/s'}