Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητέος
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετωπηδόν
μετωπίδιος
μετώπιον
μέτωπον
μέχρι
View word page
μετριοπαθέω
μετριοπαθέω μετριοπᾰθέω, to bear reasonably with, τινί NTest. from μετριοπᾰθής
ShortDef
to bear reasonably with
Debugging
Headword:
μετριοπαθέω
Headword (normalized):
μετριοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
μετριοπαθεω
IDX:
21046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21067
Key:
metriopaqe/w
Data
{'content': 'μετριοπαθέω\n μετριοπᾰθέω,\n to bear reasonably with, τινί NTest.\n from μετριοπᾰθής', 'key': 'metriopaqe/w'}