Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητέος
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετωπηδόν
μετωπίδιος
μετώπιον
μέτωπον
View word page
μετρικός
μετρικός μετρικός, ή, όν μέτρον of or for metre, metrical, Arist.: τὰ -κά and ἡ -κή (sc. τέχνη) , prosody, Arist.
ShortDef
metrical, by measure
Debugging
Headword:
μετρικός
Headword (normalized):
μετρικός
Headword (normalized/stripped):
μετρικος
IDX:
21045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21066
Key:
metriko/s
Data
{'content': 'μετρικός\n μετρικός, ή, όν\n μέτρον\n of or for metre, metrical, Arist.: τὰ -κά and ἡ -κή (sc. τέχνη) , prosody, Arist.', 'key': 'metriko/s'}