Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητέος
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετωπηδόν
μετωπίδιος
μετώπιον
View word page
μετριάζω
μετριάζω μετριάζω, fut. -σω μέτριος to be moderate, keep measure, Soph., Thuc., etc. trans. to moderate, regulate, control, Lat. moderari, Plat., etc.

ShortDef

to be moderate, keep measure

Debugging

Headword:
μετριάζω
Headword (normalized):
μετριάζω
Headword (normalized/stripped):
μετριαζω
IDX:
21044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21065
Key:
metria/zw

Data

{'content': 'μετριάζω\n μετριάζω,\n fut. -σω\n μέτριος\n to be moderate, keep measure, Soph., Thuc., etc.\n trans. to moderate, regulate, control, Lat. moderari, Plat., etc.', 'key': 'metria/zw'}