Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετόρχιον
μετουσία
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητέος
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετωπηδόν
View word page
μετρητικός
μετρητικός μετρητικός, ή, όν μετρέω of or for measuring, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνη) mensuration, Plat.
ShortDef
skilled in measuring
Debugging
Headword:
μετρητικός
Headword (normalized):
μετρητικός
Headword (normalized/stripped):
μετρητικος
IDX:
21042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21063
Key:
metrhtiko/s
Data
{'content': 'μετρητικός\n μετρητικός, ή, όν\n μετρέω\n of or for measuring, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνη) mensuration, Plat.', 'key': 'metrhtiko/s'}