Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετόπωρον
μετόρχιον
μετουσία
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητέος
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
View word page
μετρητής
μετρητής μετρητής, οῦ, ὁ, μετρέω a measurer, Plat. = ἀμφορεύς, a liquid measure, holding 12 χόες or 144 κοτύλαι, about 9 gallons Engl., Dem.
ShortDef
a measurer
Debugging
Headword:
μετρητής
Headword (normalized):
μετρητής
Headword (normalized/stripped):
μετρητης
IDX:
21041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21062
Key:
metrhth/s
Data
{'content': 'μετρητής\n μετρητής, οῦ, ὁ,\n μετρέω\n a measurer, Plat.\n = ἀμφορεύς, a liquid measure, holding 12 χόες or 144 κοτύλαι, about 9 gallons Engl., Dem.', 'key': 'metrhth/s'}