Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁμῶς
ἄν
ἀναβάδην
ἀναβαίνω
ἀναβακχεύω
ἀναβάλλω
ἀναβαπτίζω
ἀνάβασις
ἀναβαστάζω
ἀναβάτης
ἀναβατικός
ἀναβατός
ἀναβέβρυχα
ἀναβιβάζω
ἀναβιβαστέος
ἀναβιόω
ἀναβίωσις
ἀναβιώσκομαι
ἀναβλαστάνω
ἀναβλέπω
ἀνάβλεψις
View word page
ἀναβατικός
ἀναβατικός ἀναβαίνω skilled in mounting, ἐπὶ τοὺς ἵππους Xen.
ShortDef
skilled in mounting
Debugging
Headword:
ἀναβατικός
Headword (normalized):
ἀναβατικός
Headword (normalized/stripped):
αναβατικος
IDX:
2105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2106
Key:
a)nabatiko/s
Data
{'content': 'ἀναβατικός\n ἀναβαίνω\n skilled in mounting, ἐπὶ τοὺς ἵππους Xen.', 'key': 'a)nabatiko/s'}