Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετόρχιον
μετουσία
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητέος
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
View word page
μέτρημα
μέτρημα μέτρημα, ατος, τό, a measured distance, Eur. a measure, allowance, dole, Eur. from μετρέω

ShortDef

a measured distance

Debugging

Headword:
μέτρημα
Headword (normalized):
μέτρημα
Headword (normalized/stripped):
μετρημα
IDX:
21038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21059
Key:
me/trhma

Data

{'content': 'μέτρημα\n μέτρημα, ατος, τό,\n a measured distance, Eur.\n a measure, allowance, dole, Eur.\n from μετρέω', 'key': 'me/trhma'}