Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετόρχιον
μετουσία
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητέος
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
View word page
μετρέω
μετρέω μέτρον to measure in any way: of Space, to measure, i. e. pass over, traverse, πέλαγος μέγα μετρήσασαν Od.:—Mid., ἅλα μετρήσασθαι Mosch. in the common sense, to measure, Lat. metiri, τὴν γῆν σταδίοισι Hdt.; τῆι γαστρὶ μ. τὴν εὐδαιμονίαν to measure happiness by sensual enjoyments, Dem.:—Mid., μετρεῖσθαι ἴχνη to measure his steps by the eye, Soph.:—Pass. to be measured, Hdt., Aesch. to count, Theocr. to measure out, dole out, Ar., Dem.:—Mid. to have measured out to one, εὖ μετρεῖσθαι to get good measure, Hes.; τὰ ἄλφιτα μετρούμενοι Dem.

ShortDef

to measure in any way

Debugging

Headword:
μετρέω
Headword (normalized):
μετρέω
Headword (normalized/stripped):
μετρεω
IDX:
21037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21058
Key:
metre/w

Data

{'content': 'μετρέω\n μέτρον\n to measure in any way:\n of Space, to measure, i. e. pass over, traverse, πέλαγος μέγα μετρήσασαν Od.:—Mid., ἅλα μετρήσασθαι Mosch.\n in the common sense, to measure, Lat. metiri, τὴν γῆν σταδίοισι Hdt.; τῆι γαστρὶ μ. τὴν εὐδαιμονίαν to measure happiness by sensual enjoyments, Dem.:—Mid., μετρεῖσθαι ἴχνη to measure his steps by the eye, Soph.:—Pass. to be measured, Hdt., Aesch.\n to count, Theocr.\n to measure out, dole out, Ar., Dem.:—Mid. to have measured out to one, εὖ μετρεῖσθαι to get good measure, Hes.; τὰ ἄλφιτα μετρούμενοι Dem.', 'key': 'metre/w'}