Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετόρχιον
μετουσία
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητέος
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
View word page
μετουσία
μετουσία μετουσία, ἡ, participation, partnership, communion, τινός, in a thing, Ar., Dem.

ShortDef

participation, partnership, communion

Debugging

Headword:
μετουσία
Headword (normalized):
μετουσία
Headword (normalized/stripped):
μετουσια
IDX:
21033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21054
Key:
metousi/a

Data

{'content': 'μετουσία\n μετουσία, ἡ,\n participation, partnership, communion, τινός, in a thing, Ar., Dem.', 'key': 'metousi/a'}