Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετόρχιον
μετουσία
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητέος
μετρητής
View word page
μετόπωρον
μετόπωρον μετ-όπωρον, ου, τό, ὀπώρα late autumn, Thuc.

ShortDef

late autumn

Debugging

Headword:
μετόπωρον
Headword (normalized):
μετόπωρον
Headword (normalized/stripped):
μετοπωρον
IDX:
21031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21052
Key:
meto/pwron

Data

{'content': 'μετόπωρον\n μετ-όπωρον, ου, τό,\n ὀπώρα\n late autumn, Thuc.', 'key': 'meto/pwron'}