Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετόρχιον
μετουσία
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητέος
View word page
μετοπωρινός
μετοπωρινός μετοπωρῐνός, ή, όν autumnal, Thuc., Xen.:—neut. as adv., Hes. [Cf. ὀπωρινός. from μετόπωρον

ShortDef

autumnal

Debugging

Headword:
μετοπωρινός
Headword (normalized):
μετοπωρινός
Headword (normalized/stripped):
μετοπωρινος
IDX:
21030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21051
Key:
metopwrino/s

Data

{'content': 'μετοπωρινός\n μετοπωρῐνός, ή, όν\n autumnal, Thuc., Xen.:—neut. as adv., Hes. [Cf. ὀπωρινός. \n from μετόπωρον', 'key': 'metopwrino/s'}