Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετόρχιον
μετουσία
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
View word page
μετοκλάζω
μετοκλάζω fut. σω to keep changing from one knee to another, said of a coward crouching in ambush, Il.
ShortDef
to keep changing from one knee to another
Debugging
Headword:
μετοκλάζω
Headword (normalized):
μετοκλάζω
Headword (normalized/stripped):
μετοκλαζω
IDX:
21026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21047
Key:
metokla/zw
Data
{'content': 'μετοκλάζω\n fut. σω\n to keep changing from one knee to another, said of a coward crouching in ambush, Il.', 'key': 'metokla/zw'}