Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετήορος
μετίσχω
μετοικεσία
μετοικέω
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετόρχιον
View word page
μετοικοδομέω
μετοικοδομέω fut. ήσω to build differently, Plut.

ShortDef

to build differently

Debugging

Headword:
μετοικοδομέω
Headword (normalized):
μετοικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
μετοικοδομεω
IDX:
21022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21043
Key:
metoikodome/w

Data

{'content': 'μετοικοδομέω\n fut. ήσω\n to build differently, Plut.', 'key': 'metoikodome/w'}