Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετεωροφέναξ
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετοικεσία
μετοικέω
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρινός
View word page
μετοικισμός
μετοικισμός μετοικισμός, οῦ, ὁ, μετοικίζω emigration, Plut.

ShortDef

emigration

Debugging

Headword:
μετοικισμός
Headword (normalized):
μετοικισμός
Headword (normalized/stripped):
μετοικισμος
IDX:
21020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21041
Key:
metoikismo/s

Data

{'content': 'μετοικισμός\n μετοικισμός, οῦ, ὁ,\n μετοικίζω\n emigration, Plut.', 'key': 'metoikismo/s'}