μετοίκιον
μετοίκιον
μετοίκιον, ου, τό,
the tax paid by the μέτοικοι, Plat.
μετοίκια, ων, τά, the feast of migration, Plut.
{
"content": "μετοίκιον\n μετοίκιον, ου, τό,\n the tax paid by the μέτοικοι, Plat.\n μετοίκια, ων, τά, the feast of migration, Plut.",
"key": "metoi/kion"
}