Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετέωρος
μετεωροφέναξ
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετοικεσία
μετοικέω
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε
View word page
μετοίκιον
μετοίκιον μετοίκιον, ου, τό, the tax paid by the μέτοικοι, Plat. μετοίκια, ων, τά, the feast of migration, Plut.

ShortDef

the tax paid by the μέτοικοι at Athens

Debugging

Headword:
μετοίκιον
Headword (normalized):
μετοίκιον
Headword (normalized/stripped):
μετοικιον
IDX:
21019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21040
Key:
metoi/kion

Data

{'content': 'μετοίκιον\n μετοίκιον, ου, τό,\n the tax paid by the μέτοικοι, Plat.\n μετοίκια, ων, τά, the feast of migration, Plut.', 'key': 'metoi/kion'}