Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετεωροσοφιστής
μετέωρος
μετεωροφέναξ
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετοικεσία
μετοικέω
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
View word page
μετοικικός
μετοικικός μετοικικός, ή, όν in the condition of a μέτοικος, Plut.: — τὸ μ. the list of μέτοικοι, Luc.
ShortDef
consisting of μέτοικοι, ιn the condition of a μέτοικος
Debugging
Headword:
μετοικικός
Headword (normalized):
μετοικικός
Headword (normalized/stripped):
μετοικικος
IDX:
21018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21039
Key:
metoikiko/s
Data
{'content': 'μετοικικός\n μετοικικός, ή, όν\n in the condition of a μέτοικος, Plut.: — τὸ μ. the list of μέτοικοι, Luc.', 'key': 'metoikiko/s'}