μετοικικός
μετοικικός
μετοικικός, ή, όν
in the condition of a μέτοικος, Plut.: — τὸ μ. the list of μέτοικοι, Luc.
{ "content": "μετοικικός\n μετοικικός, ή, όν\n in the condition of a μέτοικος, Plut.: — τὸ μ. the list of μέτοικοι, Luc.", "key": "metoikiko/s" }