Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετέωρος
μετεωροφέναξ
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετοικεσία
μετοικέω
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
View word page
μετοικίζω
μετοικίζω to lead settlers to another abode, Plut.
ShortDef
to lead settlers to another abode
Debugging
Headword:
μετοικίζω
Headword (normalized):
μετοικίζω
Headword (normalized/stripped):
μετοικιζω
IDX:
21017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21038
Key:
metoiki/zw
Data
{'content': 'μετοικίζω\n to lead settlers to another abode, Plut.', 'key': 'metoiki/zw'}