Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετεωρολόγος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετέωρος
μετεωροφέναξ
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετοικεσία
μετοικέω
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
μετοκλάζω
View word page
μετοικία
μετοικία from μετοικέω change of abode, removal, migration, Thuc. a settling as μέτοικος, settlement or residence in a foreign city, Aesch., etc.

ShortDef

change of abode, removal, migration

Debugging

Headword:
μετοικία
Headword (normalized):
μετοικία
Headword (normalized/stripped):
μετοικια
IDX:
21016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21037
Key:
metoiki/a

Data

{'content': 'μετοικία\n from μετοικέω\n change of abode, removal, migration, Thuc.\n a settling as μέτοικος, settlement or residence in a foreign city, Aesch., etc.', 'key': 'metoiki/a'}