Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετεωρολογία
μετεωρολόγος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετέωρος
μετεωροφέναξ
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετοικεσία
μετοικέω
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοίχομαι
View word page
μετοικέω
μετοικέω fut. ήσω to change oneʼs abode, remove to a place, c. acc. loci, Eur.:—c. dat. loci, to settle in, Pind. absol. to be a μέτοικος or settler, reside in a foreign city, Eur., Ar., etc.

ShortDef

to change one's abode, remove to

Debugging

Headword:
μετοικέω
Headword (normalized):
μετοικέω
Headword (normalized/stripped):
μετοικεω
IDX:
21015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21036
Key:
metoike/w

Data

{'content': 'μετοικέω\n fut. ήσω\n to change oneʼs abode, remove to a place, c. acc. loci, Eur.:—c. dat. loci, to settle in, Pind.\n absol. to be a μέτοικος or settler, reside in a foreign city, Eur., Ar., etc.', 'key': 'metoike/w'}