Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολόγος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετέωρος
μετεωροφέναξ
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετοικεσία
μετοικέω
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
μετοικιστής
μετοικοδομέω
View word page
μετήορος
μετήορος μετ-ήορος, ον Epic form of μετέωρος, lifted off the ground, hanging, Il.:—Doric πεδάορος Aesch. metaph. wavering, thoughtless, Hhymn.
ShortDef
lifted off the ground, hanging
Debugging
Headword:
μετήορος
Headword (normalized):
μετήορος
Headword (normalized/stripped):
μετηορος
IDX:
21012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21033
Key:
meth/oros
Data
{'content': 'μετήορος\n μετ-ήορος, ον\n Epic form of μετέωρος,\n lifted off the ground, hanging, Il.:—Doric πεδάορος Aesch.\n metaph. wavering, thoughtless, Hhymn.', 'key': 'meth/oros'}