Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετέχω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολόγος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετέωρος
μετεωροφέναξ
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετοικεσία
μετοικέω
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοικισμός
View word page
μετεωροφέναξ
μετεωροφέναξ μετεωρο-φέναξ, ᾱκος, an astrological quack, Ar.
ShortDef
an astrological quack
Debugging
Headword:
μετεωροφέναξ
Headword (normalized):
μετεωροφέναξ
Headword (normalized/stripped):
μετεωροφεναξ
IDX:
21010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21031
Key:
metewrofe/nac
Data
{'content': 'μετεωροφέναξ\n μετεωρο-φέναξ, ᾱκος,\n an astrological quack, Ar.', 'key': 'metewrofe/nac'}