Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετεύχομαι
μετέχω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολόγος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετέωρος
μετεωροφέναξ
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετοικεσία
μετοικέω
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
View word page
μετέωρος
μετέωρος μετέωρος, ον Epic μετήορος, q. v., ἐώρα, ἀείρω raised from the ground, hanging, Lat. suspensus, Hdt.;—of high ground, Thuc. like μετάρσιος, in mid-air, high in air, Lat. sublimis, Hdt., Ar.; Ἀήρ, ὃς ἔχεις τὴν γῆν μ. poised on high, Ar.; τὰ μ. χωρία the regions of air, Ar.; τὰ μ. things in heaven above, astronomical phenomena, Ar., Plat. on the high sea, out at sea, of ships, Thuc. metaph. of the mind, lifted up, buoyed up, on the tiptoe of expectation, in suspense, Lat. spe erectus, Thuc. wavering, uncertain, Dem.: —adv., μετεώρως ἔχειν to be in uncertainty, Plut.

ShortDef

raised from the ground, hanging

Debugging

Headword:
μετέωρος
Headword (normalized):
μετέωρος
Headword (normalized/stripped):
μετεωρος
IDX:
21009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21030
Key:
mete/wros

Data

{'content': 'μετέωρος\n μετέωρος, ον\n Epic μετήορος, q. v., \n ἐώρα, ἀείρω\n raised from the ground, hanging, Lat. suspensus, Hdt.;—of high ground, Thuc.\n like μετάρσιος, in mid-air, high in air, Lat. sublimis, Hdt., Ar.; Ἀήρ, ὃς ἔχεις τὴν γῆν μ. poised on high, Ar.; τὰ μ. χωρία the regions of air, Ar.; τὰ μ. things in heaven above, astronomical phenomena, Ar., Plat.\n on the high sea, out at sea, of ships, Thuc.\n metaph. of the mind, lifted up, buoyed up, on the tiptoe of expectation, in suspense, Lat. spe erectus, Thuc.\n wavering, uncertain, Dem.: —adv., μετεώρως ἔχειν to be in uncertainty, Plut.', 'key': 'mete/wros'}