Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετεύχομαι
μετέχω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολόγος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετέωρος
μετεωροφέναξ
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετοικεσία
μετοικέω
μετοικία
μετοικίζω
View word page
μετεωροσκόπος
μετεωροσκόπος μετεωρο-σκόπος, ὁ, a star-gazer, Plat.
ShortDef
a star-gazer
Debugging
Headword:
μετεωροσκόπος
Headword (normalized):
μετεωροσκόπος
Headword (normalized/stripped):
μετεωροσκοπος
IDX:
21007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21028
Key:
metewrosko/pos
Data
{'content': 'μετεωροσκόπος\n μετεωρο-σκόπος, ὁ,\n a star-gazer, Plat.', 'key': 'metewrosko/pos'}