Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετεύχομαι
μετέχω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολόγος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετέωρος
μετεωροφέναξ
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετοικεσία
μετοικέω
μετοικία
View word page
μετεωρολόγος
μετεωρολόγος μετεωρο-λόγος, ὁ, λέγω one who talks of the heavenly bodies, an astronomer, Plat.
ShortDef
one who talks of the heavenly bodies, an astronomer
Debugging
Headword:
μετεωρολόγος
Headword (normalized):
μετεωρολόγος
Headword (normalized/stripped):
μετεωρολογος
IDX:
21006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21027
Key:
metewrolo/gos
Data
{'content': 'μετεωρολόγος\n μετεωρο-λόγος, ὁ,\n λέγω\n one who talks of the heavenly bodies, an astronomer, Plat.', 'key': 'metewrolo/gos'}