Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετεξανίσταμαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετεύχομαι
μετέχω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολόγος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετέωρος
μετεωροφέναξ
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετοικεσία
μετοικέω
View word page
μετεωρολογία
μετεωρολογία μετεωρολογία, ἡ, from μετεωρολόγος discussion of high things, Plat.

ShortDef

discussion of high things

Debugging

Headword:
μετεωρολογία
Headword (normalized):
μετεωρολογία
Headword (normalized/stripped):
μετεωρολογια
IDX:
21005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21026
Key:
metewrologi/a

Data

{'content': 'μετεωρολογία\n μετεωρολογία, ἡ,\n from μετεωρολόγος\n discussion of high things, Plat.', 'key': 'metewrologi/a'}