Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετεύχομαι
μετέχω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολόγος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετέωρος
μετεωροφέναξ
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετοικεσία
View word page
μετεωρολογέω
μετεωρολογέω fut. ήσω to talk of high things, Plat. from μετεωρολόγος
ShortDef
to talk of high things
Debugging
Headword:
μετεωρολογέω
Headword (normalized):
μετεωρολογέω
Headword (normalized/stripped):
μετεωρολογεω
IDX:
21004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21025
Key:
metewrologe/w
Data
{'content': 'μετεωρολογέω\n fut. ήσω\n to talk of high things, Plat.\n from μετεωρολόγος', 'key': 'metewrologe/w'}