Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετεύχομαι
μετέχω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολόγος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετέωρος
μετεωροφέναξ
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
View word page
μετεωρολέσχης
μετεωρολέσχης μετεωρο-λέσχης, ου, ὁ, one who prates on things above, a star-gazer, visionary, Plat.
ShortDef
one who prates on things above, a star-gazer, visionary
Debugging
Headword:
μετεωρολέσχης
Headword (normalized):
μετεωρολέσχης
Headword (normalized/stripped):
μετεωρολεσχης
IDX:
21003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21024
Key:
metewrole/sxhs
Data
{'content': 'μετεωρολέσχης\n μετεωρο-λέσχης, ου, ὁ,\n one who prates on things above, a star-gazer, visionary, Plat.', 'key': 'metewrole/sxhs'}