Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετεύχομαι
μετέχω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολόγος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετέωρος
μετεωροφέναξ
μετηνέμιος
μετήορος
View word page
μετεωροκοπέω
μετεωροκοπέω fut. ήσω κόπτω to prate about high things, Ar.
ShortDef
to prate about high things
Debugging
Headword:
μετεωροκοπέω
Headword (normalized):
μετεωροκοπέω
Headword (normalized/stripped):
μετεωροκοπεω
IDX:
21002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21023
Key:
metewrokope/w
Data
{'content': 'μετεωροκοπέω\n fut. ήσω\n κόπτω\n to prate about high things, Ar.', 'key': 'metewrokope/w'}