Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετεμβιβάζω
μετέμφυτος
μετενδύω
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετεύχομαι
μετέχω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολόγος
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετέωρος
View word page
μετεύχομαι
μετεύχομαι fut. -εύξομαι Dep. to change oneʼs wish, to wish something else, Eur.

ShortDef

to change one's wish, to wish something else

Debugging

Headword:
μετεύχομαι
Headword (normalized):
μετεύχομαι
Headword (normalized/stripped):
μετευχομαι
IDX:
20999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21020
Key:
meteu/xomai

Data

{'content': 'μετεύχομαι\n fut. -εύξομαι\n Dep. to change oneʼs wish, to wish something else, Eur.', 'key': 'meteu/xomai'}