Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετελευστέος
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμφυτος
μετενδύω
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετεύχομαι
μετέχω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολόγος
μετεωροσκόπος
View word page
μετέπειτα
μετέπειτα afterwards, thereafter, Hom.

ShortDef

afterwards, thereafter

Debugging

Headword:
μετέπειτα
Headword (normalized):
μετέπειτα
Headword (normalized/stripped):
μετεπειτα
IDX:
20997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21018
Key:
mete/peita

Data

{'content': 'μετέπειτα\n afterwards, thereafter, Hom.', 'key': 'mete/peita'}