Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετεκδύομαι
μετελευστέος
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμφυτος
μετενδύω
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετεύχομαι
μετέχω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολόγος
View word page
μετεξέτεροι
μετεξέτεροι Ionic Pron., = ἔνιοι some among many, certain persons, Hdt.

ShortDef

some among many, certain persons

Debugging

Headword:
μετεξέτεροι
Headword (normalized):
μετεξέτεροι
Headword (normalized/stripped):
μετεξετεροι
IDX:
20996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21017
Key:
metece/teroi

Data

{'content': 'μετεξέτεροι\n Ionic Pron., = ἔνιοι\n some among many, certain persons, Hdt.', 'key': 'metece/teroi'}