Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετεκδίδωμι
μετεκδύομαι
μετελευστέος
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμφυτος
μετενδύω
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετεύχομαι
μετέχω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
View word page
μετεξανίσταμαι
μετεξανίσταμαι Pass. to move from one place to another, Luc.

ShortDef

to move from one place to another

Debugging

Headword:
μετεξανίσταμαι
Headword (normalized):
μετεξανίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
μετεξανισταμαι
IDX:
20995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21016
Key:
metecani/stamai

Data

{'content': 'μετεξανίσταμαι\n Pass. to move from one place to another, Luc.', 'key': 'metecani/stamai'}